πολυθεσίτης

πολυθεσίτης
ο, θηλ. πολυθεσίτισσα, Ν
ο κάτοχος πολλών θέσεων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυθεσία + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”